- πηδαλιουχούμενος
- -η, -ο, Νβλ. πηδαλιουχώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηδαλιουχούμενος — η, ο αυτός που κυβερνιέται, που οδηγείται με πηδάλιο: Πηδαλιουχούμενο αερόστατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πηδαλιουχούμενος — πηδαλιουχέω steer pres part mp masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδαλιουχώ — πηδαλιουχῶ, έω, ΝΜΑ [πηδαλιούχος] χειρίζομαι το πηδάλιο, κατευθύνω το πλοίο, είμαι πηδαλιούχος νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρκμ.) πηδαλιουχούμενος, η, ο α) ως επίθ. αυτός που φέρει πηδάλιο και κυβερνιέται με πηδάλιο β) το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek